- μεσ(ο)-
- (ΑM μεσ[ο])- Α και μεσσο- και μεσαι-)α' συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α' συνθετικό μεσαι- (πρβλ. μεσαι-πόλιος, μεσαι-πόλος, μεσαί-γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς συλλαβής προς εξυπηρέτηση μετρικών αναγκών. Το επίθ. μέσος ως α' συνθετικό σημαίνει: 1) ότι το δηλούμενο από το β' συνθετικό βρίσκεται ή τελείται στο μέσον τόπου, χρόνου, κατάστασης (πρβλ. μεσ-ημβρία, μεσο-πεντηκοστή, μεσο-βασιλεία)2) κάτι το ενδιάμεσο, το μεσολαβούν μεταξύ δύο ή περισσότερων δεδομένων (πρβλ. μεσ-αίωνας, μεσολαβώ, μεσο-λιθικός)σε αυτήν την κατηγορία εντάσσονται μια σειρά αντιδάνειων επιστημονικών όρων, πρβλ. μεσο-γάστριο (< γαλλ. meso-gastre), μεσο-θώραξ (< meso-thόrax) μεσο-λόβιον (< meso-lobe), κ.λπ.3) ότι το δηλούμενο από το β' συνθετικό είναι εσωτερικό (πρβλ. μεσό-γειος, μεσο-κήπιν, μεσό-πορτα, μεσο-φούστανο)4) χρησιμοποιείται για να δηλώσει το μέτριο, αυτό που είναι μέσου μεγέθους, ηλικίας, ποιότητας (πρβλ. μεσ-ήλικας, μεσό-πλουτος)5) χρησιμοποιείται ως συνώνυμο τού επιθ. μισός, για να δηλώσει ότι κάτι είναι ημιτελές (πρβλ. μεσο-βγαλμένος, μεσο-κάθαρος, μεσο-κοιμισμένος, μεσο-ξετελειώνω)].Συνθ. με α' συνθετικό μεσ(ο)-: μεσευθύς, μεσήλικος, μεσημβρία, μεσέντερο, μεσόγειος, μεσογονάτιο, μεσόδμη, μεσόζευγμα, μεσοκάρπιος, μεσοκνήμιο, μεσόκοπος, μεσομήριο, μεσονύκτιος, μεσοποτάμιος, μεσόρρινος, μεσοσκέλιο, μεσόστενος μεσόστυλο, μεσότοιχος, μεσουράνιοςαρχ.μεσάγκυλον, μεσάγριος, μεσαιπόλος, μέσακτος (Ι), μέσακτος (ΙΙ), μεσαύχην, μεσεγγύη, μεσέμβολος, μεσέρκειος, μεσημέριος, μεσήπειρος, μεσοβασιλεύς, μεσόβιος, μεσόβραχυς, μεσογάστωρ, μεσόγραφος, μεσοδερκής, μεσοδίκτυος, μεσόδοκον, μεσοειδής, μεσόζευξις, μεσόκλαστος, μεσόκοιλος, μεσόκουρος, μεσόκρανον, μεσοκρινής, μεσόκωλον, μεσολαβής, μεσόλαβον, μεσόλευκος, μεσομάζιον, μεσόμακρος, μεσόμελας, μεσομηνία, μεσόνεοι, μεσονεφής, μεσόνεως, μεσοπαγής, μεσοπαλές, μεσοπερσικός, μεσόπλατος, μεσόπλουτος, μεσόπολις, μεσοπόντιος, μεσόπορος, μεσοπόρος, μεσοπόρφυρος, μεσοπτερύγια, μεσόπτωτος, μεσοπύγιον, μεσόπυκνος, μεσοπύλη, μεσόπυλον, μεσοπύργιον, μεσοσέληνον, μεσοστάτης, μεσόσφαιρος, μεσοσχιδής, μεσοταγής, μεσοτείχιος, μεσοτέλεστος, μεσότομος, μεσοτριβής, μεσότυχος, μεσοφάλακρος, μεσοφανής, μεσοφαράγγιον, μεσόφθαλμος, μεσόφθεγμα, μεσοφλέβιον, μεσόφρυς, μεσόχθων, μεσόχλοος, μεσόχρους, μεσόχωρος, μεσσογενής, μέσσορος, μεσύμνιον, μεσωδόςαρχ.-μσν.μέσαυλος, μεσαφέτης, μεσοδάκτυλον, μεσόθριξ, μεσόμφαλος, μεσοπετής, μεσοπόλιος, μεσορραγής, μεσόχοροςμσν.μεσαριστερός, μεσαστέρι, μεσοδήμιον, μεσόζηλα, μεσοκήπιν, μεσόκληρος, μεσοκόμματο, μεσοκόπτω, μεσόκτισμα, μεσολαμβάνω, μεσόλοφον, μεσονέφριν, μεσονήσιον, μεσονήστιμος, μεσόπατος, μεσοπόνηρος, μεσόσκληρος, μεσόστιχον, μεσοχάλικον, μεσοψάλλωμσν.- νεοελλ.μεσόθυρο, μεσοκάθαρος, μεσοκαιρίτης, μεσοκάρδιο, μεσόνυκτο, μεσοπέλαγο, μεσοπεντηκοστή, μεσοστρατίς, μεσοχείμωνονεοελλ.μεσαίωνας, μεσακάνθιος, μεσαξόνιο, μεσάρθριος, μεσαυλιοτομία, μεσαυλίτιδα, μεσεγκάρσιος, μεσεγκέφαλος, μεσέγχυμα, μεσεντερεκτομή, μεσεντεριορραφή, μεσεντερίτιδα, μεσεπιδιδύμιο, μεσεπιθήλιο, μεσευρωπαϊκός, μεσίστιος, μεσόβαθρο, μεσοβδόμαδο, μεσοβλάστη, μεσοβλεφάριο, μεσοβόθριος, μεσοβρεγμάτιος, μεσοβρογχικός, μεσογαλαξιακός, μεσογαστρικός, μεσογνάθιος, μεσογναθισμός, μεσοδακτυλικός, μεσόδερμα, μεσοδρομίς, μεσόζωα, μεσοζωικός, μεσοθάλασσο, μεσοθερμικός, μεσοθώρακας, μεσοκάθετος, μεσοκαλόκαιρο, μεσοκεφαλία, μεσοκέφαλος, μεσόκλιμα, μεσοκλιματολογία, μεσοκλινής, μεσόκλωνα, μεσοκογχία, μεσοκόγχιο, μεσοκοιλιακός, μεσόκολο, μεσοκρανία, μεσοκυττάριος, μεσολιθικός, μεσολόβιος, μεσολοβίτιδα, μεσομέρεια, μεσομερής, μεσομετεωρολογία, μεσομήτριο, μεσομινωϊκός μεσομόριος, μεσομορφία, μεσόμορφος, μεσομύιος, μεσονευρεκτομή, μεσονεφρός, μεσονυχτίς, μεσονωτιαίος, μεσοξετρουμισμένος, μεσοπατριαρχία, μεσοπάτωμα, μεσόπαυση, μεσόπαχος, μεσοπλαγκτόν, μεσοπλάτος, μεσοπλευροβραχιόνιος, μεσοπνευμόνιος, μεσοπνευμονίτιδα, μεσοπόλεμος, μεσόπορτα, μεσοπρόθεσμος, μεσοπρόσωπος, μεσοπτερύγιο, μεσόροφος, μεσορραχιαίος, μεσορρινία, μεσορρίνιο(ν), μεσόρχιο(ν), μεσοσάλπιγγα, μεσοσαράκοστο, μεσοσιγμοειδές, μεσόσκαλο, μεσόσκαφος, μεσοσκελιαίος, μεσοσπονδύλιος, μεσόστεγο, μεσόστεος, μεσόστερνο(ν), μεσοστράτι, μεσοσυστολικός, μεσοσφαγιτιδικός, μεσόσφαιρα, μεσοσφηνοειδής, μεσοτάρσιος, μεσοτείχισμα, μεσότιτλος, μεσουρανίς, μεσοφάλαγγα, μεσοφάρυγγας, μεσόφαση, μεσοφατνιακός, μεσόφιλος, μεσοφλεβικός, μεσοφόρι, μεσοφούστανο, μεσόφραγμα, μεσόφρυδο, μεσοφυλία, μεσόφυλο, μεσόφυτα, μεσόφωνος, μεσοχείλιος, μεσόχειλο, μεσοχόνδριος, μεσοχρονίς, μεσόχρονο, μεσοχώρι.
Dictionary of Greek. 2013.